κλισμος

κλισμος
    κλισμός
    ὅ
    1) седалище, стул
    

(κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.)

    2) наклон, скат Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κλισμος" в других словарях:

  • κλισμός — κλισμός, ὁ (Α) 1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 2. κατηφοριά, κλίση εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. μός. Το σ από επίδραση τών κλίσις, κλισία] …   Dictionary of Greek

  • κλισμός — couch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖο — κλισμός couch masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖς — κλισμός couch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖσι — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῖσιν — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοί — κλισμός couch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμοῦ — κλισμός couch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμούς — κλισμός couch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμῶ — κλισμός couch masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισμῶν — κλισμός couch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»